- (ε)βδομαδιάτικος
- (ε)βδομαδιάτικος-η, -ο1. εβδομαδιαίος (βλ. λ.).2. το ουδ. ως ουσ., (ε)βδομαδιάτικο μισθός μιας εβδομάδας (πρβλ. μηνιάτικο).βδομαδιάτικος-η, -ο1. αυτός που αναφέρεται στη χρονική περίοδο μιας εβδομάδας, ο εβδομαδιαίος: Κάθε Τρίτη πρωί έχουμε τη βδομαδιάτικη συνεδρίαση.2. αυτός που εμφανίζεται περιοδικά κάθε εβδομάδα: Βλέπω πάντα τη βδομαδιάτικη εκπομπή για το θέατρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.